- μαστρολογώ
- μαστρολογώάω μετ. мастерить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαστρολογώ — και μαστρολογάω μαστορεύω, κατασκευάζω ή επισκευάζω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστρο * + λογώ*] … Dictionary of Greek